ταυτ(ο)-

ταυτ(ο)-
/ ταὐτ(ο)-, ΝΜΑ
α' συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο-βουλία, ταυτ-ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο-σθενής, ταὐτο-συλλαβῶ) ή επανάληψη (πρβλ. ταυτο-λόγος, ταὐτο-ποδία).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ταυτοβουλία, ταυτόδοξος, ταυτολόγος, ταυτοπάθεια, ταυτοσήμαντος, ταυτώνυμος
αρχ.
ταυτοδυναμώ, ταυτοεθνής, ταυτοενεργώ, ταυτοεπής, ταυτοεργώ, ταυτόθρους, ταυτοκίνητος, ταυτοκλινής, ταυτολογία, ταυτομήκης, ταυτοποδία, ταυτοσθενής, ταυτοσυλλαβώ, ταυτουργός
αρχ.-μσν.
ταυτοειδής, ταυτοποιός, ταυτούσιος, ταυτοφανής
μσν.
ταυταληθής, ταυτεμφερής, ταυτοβούλητος, ταυτογενής, ταυτόγνωμος, ταυτογνώμων, ταυτόγνωστος, ταυτογραφώ, ταυτοδύναμος, ταυτόζηλος, ταυτοθελής, ταυτόθυμος, ταυτόλεχτος, ταυτόμετρος, ταυτονόητος, ταυτόνοια, ταυτόνομος, ταυτοπάτωρ, ταυτόπιστος, ταυτοπολυλογώ, ταυτοπραγώ, ταυτοπραξία, ταυτόσπορος, ταυτοστεγής, ταυτόστεγος, ταυτοτελής, ταυτότροπος, ταυτόφρων, ταυτοφυής
μσν.- νεοελλ.
ταυτόαιμος, ταυτοπαθής, ταυτόσημος, ταυτόφωνος
νεοελλ.
ταυτάριθμος, ταυτογνωμία, ταυτογράμματος, ταυτόγραμμο, ταυτομερής, ταυτοπρόσωπος, ταυτόχρονος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ταυτ' — ταυτί , οὗτος this neut nom/voc/acc pl ταυταί , οὗτος this neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὐτ' — ταὐτά , ταὐτός identical neut nom/voc/acc pl ταὐτά̱ , ταὐτός identical fem nom/voc/acc dual ταὐτά̱ , ταὐτός identical fem nom/voc sg (doric aeolic) ταὐτέ , ταὐτός identical masc voc sg ταὐταί , ταὐτός identical fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὔτ' — ταὐτά , ταὐτός identical neut nom/voc/acc pl ταὐτά̱ , ταὐτός identical fem nom/voc/acc dual ταὐτά̱ , ταὐτός identical fem nom/voc sg (doric aeolic) ταὐτέ , ταὐτός identical masc voc sg ταὐταί , ταὐτός identical fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὖτ' — ταὐτά , ταὐτός identical neut nom/voc/acc pl ταὐτά̱ , ταὐτός identical fem nom/voc/acc dual ταὐτά̱ , ταὐτός identical fem nom/voc sg (doric aeolic) ταὐτέ , ταὐτός identical masc voc sg ταὐταί , ταὐτός identical fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταῦτ' — ταῦτα , οὗτος this neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταύτ' — ταύτᾱͅ , οὗτος this fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυταληθής — ές, Μ (για τον Χριστό) ο απόλυτα αληθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + ἀληθής] …   Dictionary of Greek

  • ταυτεμφερής — ές, Μ ακριβώς όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + ἐμφερής «όμοιος»] …   Dictionary of Greek

  • ταυτοβούλητος — ον, Μ αυτός που έχει την ίδια βούληση με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + βούλητος (< βούλομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ταυτογενής — ές, Μ αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. ὁμογενής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”